- ἀνακρίνομαι
- ἀνακρί̱νομαι , ἀνακρίνωexamine closelyaor subj mid 1st sg (epic)ἀνακρί̱νομαι , ἀνακρίνωexamine closelypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακρίνομαι — ανακρίνομαι, ανακρίθηκα, ανακριμένος βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՎԵՐԱԽԱՌՆԻՄ — ( ) NBH 2 0805 Chronological Sequence: 9c, 11c ձ. ՎԵՐԱԽԱՌՆԻԼ. ἁνακρίνομαι admisceor. Ոգեխառնիլ. միանալ. *Ի նմա վերախառնին կերօղքն (զնա). Ոսկ. յհ. ՟Բ. 1: *Ի փրկական ճաշակսն վերախառնիլ. Ժող. շիրակ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)